- μανιατό
- και μανιετό, τοκοινή ονομασία τής μαγνητογεννήτριας, που προέρχεται από σύντμηση τής αντίστοιχης γαλλικής λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. magneto < magnetogeneratrice με σύντμηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek